ραβδοφόρος

ραβδοφόρος
-α, -ο / ῥαβδοφόρος, -ον, ΝΜΑ, και ποιητ. τ. ῥαβδηφόρος, -ον, Α
1. αυτός που φέρει ράβδο
2. (στην αρχ. Αθήνα, στη Ρώμη και την Αίγυπτο) (το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.) οι ραβδοφόροι
οι ραβδούχοι («ἦσαν ἐπὶ τῆς θυμέλης ῥαβδοφόροι τινές πρὸς εὐταξίαν τῶν θεατῶν», Σχόλ. Αριστοφ.)
αρχ.
1. (κυρίως στον τ. ῥαβδηφόρος) αυτός που κρατά τον θύρσο, δηλαδή ραβδί περιτυλιγμένο με φύλλα κισσού ή αμπελιού που είχε στην κορυφή του κουκουνάρι από πεύκο και το οποίο ως διονυσιακό έμβλημα κρατούσαν στις πανηγυρικές πομπές οι λάτρεις τού Βάκχου
2. αστρολ. χαρακτηρισμός τών πλανητών («τὰ μέν... ζῴδια θεοὺς βαλαίους προσηγόρευσαν, τοὺς δὲ πλανήτας ῥαβδοφόρους», Σχόλ. Απολλ. Ρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥάβδοςβλ. λ. + -φόρος*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ῥαβδοφόροις — ῥαβδόφορος carrying a rod masc/fem/neut dat pl ῥαβδοφόρος masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥαβδοφόρον — ῥαβδοφόρος masc/fem acc sg ῥαβδοφόρος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥαβδοφόρους — ῥαβδόφορος carrying a rod masc/fem acc pl ῥαβδοφόρος masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥαβδοφόρων — ῥαβδόφορος carrying a rod masc/fem/neut gen pl ῥαβδοφόρος masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥαβδοφόροι — ῥαβδοφόρος masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -φορος — ΝΜΑ β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων, αρσενικών και θηλυκών, και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα φορ τής ρίζας τού ρήματος φέρω* και απαντά σε μεγάλο αριθμό συνθέτων (σχεδόν… …   Dictionary of Greek

  • αλυτάρχης — ο (AM ἀλυτάρχης) (Μ και ἀλύταρχος) 1. ο επικεφαλής τών αλυτών, τών κατώτερων οργάνων, επόπτης τής τάξεως σε δημόσιους αγώνες (κατά το αξίωμα ήταν αμέσως μετά τους ελλανοδίκες). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλύτας, ἀλύτης «ραβδοφόρος, υπεύθυνος για την τήρηση… …   Dictionary of Greek

  • αλύτης — I (alytes). Γένος ανούρων αμφιβίων της οικογένειας των δισκογλωσσιδών. Ζουν συνήθως στη δυτική και την κεντρική Ευρώπη, σε υγρές τοποθεσίες, μέσα σε τρύπες που ανοίγουν στο έδαφος. Το μήκος του σώματός τους φτάνει τα 5 εκ., ενώ το χρώμα τους… …   Dictionary of Greek

  • ραβδηφόρος — ον, Α (ποιητ. τ.) βλ. ραβδοφόρος …   Dictionary of Greek

  • ραβδονόμος — ον, Α 1. αυτός που κρατά και κινεί ράβδο, ραβδοφόρος 2. (για τους Ρωμαίους) αυτός που κρατά δέσμη ράβδων με πέλεκυ στη μέση, ο ραβδούχος 3. (για άρχοντα) αυτός που φέρει ράβδο ως ένδειξη τής εξουσίας που έχει, όπως λ.χ. ήταν ο δικαστής ή ο κριτής …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”